- συνιερομνάμων
- συνιερο-μνάμων [ᾱ], ονος, ὁ,A joint-ἱερομνάμων, SIG506.8 (Decr. Amphict., iii B.C., pl.), Inscr.Magn.91a6, d6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνιερομνάμων — ὁ, Α (δωρ. τ.) αυτός που είναι ιερομνήμονας μαζί ή συγχρόνως με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἱερομνάμων, δωρ. τ. τού ἱερομνήμων, τίτλος που απονεμόταν σε ιερείς] … Dictionary of Greek